- υπερατομικός
- η , ό[ν] не зависящий от воли человека
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερατομικός — ή, ό, Ν [ατομικός] 1. αυτός που βρίσκεται έξω από το άτομο, που δεν εξαρτάται από τη βούλησή του 2. φρ. «υπερατομικές αξίες» αξίες που προκύπτουν από τη σύμβαση μεταξύ τών ανθρώπων … Dictionary of Greek
υπερατομικός — ή, ό αυτός που είναι έξω από το άτομο, ο μη προσωπικός, ο απρόσωπος: Υπερατομικές αξίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)