υπερατομικός

υπερατομικός
η , ό[ν] не зависящий от воли человека

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υπερατομικός" в других словарях:

  • υπερατομικός — ή, ό, Ν [ατομικός] 1. αυτός που βρίσκεται έξω από το άτομο, που δεν εξαρτάται από τη βούλησή του 2. φρ. «υπερατομικές αξίες» αξίες που προκύπτουν από τη σύμβαση μεταξύ τών ανθρώπων …   Dictionary of Greek

  • υπερατομικός — ή, ό αυτός που είναι έξω από το άτομο, ο μη προσωπικός, ο απρόσωπος: Υπερατομικές αξίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»